- ρηχά
- τα мелководье, отмель;
§ πνίγεται στα ρηχά — захлебнуться в ложке воды
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ πνίγεται στα ρηχά — захлебнуться в ложке воды
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρηχός — ή, ό 1. αυτός που δεν έχει βάθος, ανάβαθος: Εδώ τα νερά είναιπολύ ρηχά. 2. μτφ., αυτός που δεν έχει βάθος στη σκέψη, επιπόλαιος: Τα νοήματα στο ποίημά σου είναι πολύ ρηχά. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ρηχά άβαθο μέρος στη θάλασσα. 4. φρ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
καθίζω — (AM καθίζω, Α ιων. τ. κατίζω) (μτβ.) 1. βάζω κάποιον να καθίσει, δίνω θέση, τοποθετώ (α. «μέ κάθισε δίπλα του» β. «πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) κάθομαι, παίρνω στάση καθημένου, παίρνω θέση (α. «κάθισε… … Dictionary of Greek
λυθρίνι — Κοινή ονομασία τελεόστεων ψαριών του γένους Pagellus, της οικογένειας των σπαριδών. Έχουν επίμηκες, πεπιεσμένο σώμα, μήκους 25 έως 45 εκ., καθώς και μεγάλο κεφάλι με μικρό στόμα που διαθέτει δύο σειρές γομφίων στην άνω σιαγόνα. Το χρώμα τους… … Dictionary of Greek
ρηχός — (I) (ῥηχός) ὁ, Α ιων. τ. βλ. ῥαχός. (II) ή, ό, θηλ. και ιά, Ν 1. αυτός που δεν έχει βάθος, αβαθής («ρηχή θάλασσα») 2. μτφ. επιπόλαιος, επιφανειακός, ελαφρόμυαλος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ρηχά τα αβαθή μέρη τής θάλασσας, τών οποίων το… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Myrina, Greece — Myrina Μύρινα View of the promenade and the fortress. Location … Wikipedia
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αβαθής — ές (Α ἀβαθής, ές) [βάθος] ο χωρίς μεγάλο βάθος, ρηχός νεοελλ. αυτός που δεν έχει βάθος σκέψης, επιπόλαιος, κούφος. αβαθή, τα (κν. ρηχά νερά) όρος τής ναυτιλίας και τής υδρογραφίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι ανωμαλίες τού πυθμένα τής… … Dictionary of Greek
ακόντι — το ξύλινο εξάρτημα τής βάρκας, κοντάρι με αγκυλωτό άκρο, που χρησιμοποιείται για την ομαλή προσέγγιση στην αποβάθρα ή για τους ελιγμούς σε ρηχά νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκόντιον, νεοελλ. ακόντιο*] … Dictionary of Greek
αλαί — Αρχαία τοπωνύμια, που οφείλουν την ονομασία τους σε αλυκές. 1. Α. οι Αραφηνίδες. Από αυτές πήρε και την ονομασία του ένας από τους δήμους της Αττικής που ανήκε στην Αιγηίδα φυλή. Ο δήμος αυτός βρισκόταν κοντά στον Μαραθώνα. 2. Α. οι Αιξωνίδες.… … Dictionary of Greek